- φρουρώπωρος
- ὁ, ΜΑΒΛ. φρουρόπωρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρουρόπωρος — και δ. γρφ. φρουρώπωρος, ὁ, ΜΑ αυτός που φρουρεί τους καρπούς («παραδείσου φυτοκόμου και φρουροπώρου», Καισάρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρουρός + ὀπώρα] … Dictionary of Greek